Το Μπότσια είναι ένα ανταγωνιστικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται μεταξύ δύο αθλητών, ζευγαριών ή ομάδων των τριών ατόμων έκαστη. Στις ημέρες μας, το Μπότσια αποτελεί άθλημα για άτομα με εγκεφαλική παράλυση ή άλλη κινητική αναπηρία που χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο, τόσο σε επίπεδο δραστηριότητας αναψυχής όσο και σε αγωνιστικό επίπεδο. Το άθλημα απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, συντονισμό, δυνατότητα ελέγχου των μυών, ακρίβεια, ομαδικότητα, συνεργασία και στρατηγική.
Οι αγώνες διεξάγονται σε κλειστό χώρο, στον οποίο χαράσσονται ειδικές γραμμές που οριοθετούν τον αγωνιστικό χώρο. Στόχος των παικτών είναι να προωθήσουντις δερμάτινες κόκκινες ή μπλε μπάλες τους, όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μια άσπρη μπάλα-στόχο, που καλείται “jack”. Η σειρά των παικτών καθορίζεται με κλήρωση. Ο αθλητής ή η ομάδα που κερδίζει την κλήρωση έχει το δικαίωμα να διαλέξει αν θα αγωνιστεί με τις κόκκινες ή τις μπλε μπάλες. O πρώτος γύρος ξεκινάει με τον παίκτη που θα παίξει με τις κόκκινες μπάλες, ο οποίος ρίχνει πρώτα την άσπρη και στη συνέχεια μια κόκκινη μπάλα. Η προώθηση της μπάλας μπορεί να γίνει με το χέρι, με το πόδι ή με τη βοήθεια μιας συσκευής, όταν οι παίκτες παρουσιάζουν πολύ μεγάλο κινητικό περιορισμό στα άνω και κάτω άκρα. Στη συνέχεια οι αντίπαλοι ρίχνουν τις μπάλες τους, προσπαθώντας να φτάσουν την μπάλα-στόχο. Στο τέλος κάθε γύρου μετρώνται από το διαιτητή οι πιο κοντινές προς το στόχο αποστάσεις και συγκεντρώνεται η βαθμολογία για να αναδειχθεί ο νικητής.
Δείτε επίσης: Διεθνής Επιτροπή Μπότσια (IBC)
Οι αγώνες Μπότσια διεξάγονται σε κλειστό χώρο. Το δάπεδο του αγωνιστικού χώρου πρέπει να είναι επίπεδο και λείο. Οι διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου είναι 12,5 x 6 μέτρα. Μέσα στον αγωνιστικό χώρο χαράσσεται μια γραμμή σχήματος «V», η οποία οριοθετεί την περιοχή στην οποία όταν προσγειωθεί η μπάλα–στόχος θεωρείται άκυρη. Στην μια μικρή πλευρά του αγωνιστικού χώρου, χαράσσονται έξι ορθογώνια (πλαίσια), τα οποία αποτελούν τις θέσεις των παικτών. Τέλος, μέσα στον αγωνιστικό χώρο υπάρχει ένα κεντρικό σημείο «Χ», στο οποίο επανατοποθετείται η μπάλα-στόχος όταν αυτή βγει έξω από τον αγωνιστικό χώρο ή όταν δοθεί παράταση.
Οι αγώνες οι οποίοι είναι μικτοί, δηλαδή συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες μαζί, είναι εφτά:
Σκοπός του παιχνιδιού είναι να ρίξουν οι παίκτες τις μπάλες τους, μπλε ή κόκκινες, όσο το δυνατόν πιο κοντά στην άσπρη μπάλα-στόχο. Η σειρά των παικτών καθορίζεται με κλήρωση. Ο αθλητής ή η ομάδα που κερδίζει την κλήρωση έχει το δικαίωμα να διαλέξει αν θα αγωνιστεί με τις κόκκινες ή τις μπλε μπάλες. Ο παίκτης που θα παίξει με τις κόκκινες μπάλες ξεκινάει πρώτος, ρίχνοντας πρώτα την άσπρη και στη συνέχεια μια κόκκινη μπάλα. Έτσι ξεκινάει ο πρώτος γύρος. Η προώθηση της μπάλας μπορεί να γίνει με το χέρι, με το πόδι ή με τη βοήθεια μιας συσκευής, όταν οι παίκτες παρουσιάζουν πολύ μεγάλο κινητικό περιορισμό στα άνω και κάτω άκρα.
Στους ατομικούς αγώνες κάθε αγώνας αποτελείται από τέσσερις γύρους και κάθε αθλητής έχει στη διάθεσή του έξι μπάλες. Στους αγώνες των ζευγαριών κάθε αγώνας αποτελείται από τέσσερις γύρους και κάθε αθλητής έχει στη διάθεσή του τρεις μπάλες (έξι μπάλες ανά ζευγάρι). Στους ομαδικούς αγώνες, κάθε αγώνας αποτελείται από έξι γύρους και καθένας από τους τρεις αθλητές της ομάδας, έχει στη διάθεσή του δύο μπάλες (έξι μπάλες ανά ομάδα).
Ένας γύρος ολοκληρώνεται όταν οι παίκτες εξαντλήσουν τις μπάλες τους. Στη συνέχεια, μετρώνται από το διαιτητή οι πιο κοντινές προς το στόχο αποστάσεις και συγκεντρώνεται η βαθμολογία για να αναδειχθεί ο νικητής. Για κάθε μπάλα που βρίσκεται πιο κοντά στον στόχο συγκριτικά με την πιο κοντινή μπάλα του αντιπάλου, ο αθλητής παίρνει έναν βαθμό. Σε περίπτωση που δυο μπάλες του ιδίου χρώματος, παραδείγματος χάριν δύο κόκκινες, είναι πιο κοντά στον στόχο απ’ ό,τι η πιο κοντινή μπλε του αντιπάλου, τότε ο παίκτης παίρνει δυο βαθμούς. Εάν δύο ή περισσότερες μπάλες διαφορετικού χρώματος είναι στην ίδια απόσταση από το στόχο και δεν υπάρχει άλλη μπάλα πιο κοντά, τότε κάθε πλευρά θα λάβει από ένα βαθμό για κάθε μπάλα. Στο τέλος όλων των γύρων ο παίκτης, το ζευγάρι ή η ομάδα με τους περισσότερους βαθμούς είναι ο νικητής. Σε περίπτωση ισοπαλίας δίνεται παράταση.
Κάθε πλευρά (αθλητής, ζευγάρι ή ομάδα) έχει ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο για να παίξει σε κάθε γύρο. Ο χρόνος μετράει από τη στιγμή που ο διαιτητής δείχνει ποια πλευρά θα παίξει και σταματάει τη στιγμή που κάθε μπάλα ακινητοποιείται στον αγωνιστικό χώρο ή περνάει τα όρια του. Το χρονικό όριο καθορίζεται ως εξής:
Ο χρόνος ολοκλήρωσης των ρίψεων που αναλογεί σε κάθε παίκτη, δεν συμπεριλαμβάνει το χρόνο για τη ρίψη της μπάλας-στόχου. Εάν μία πλευρά δεν απελευθερώσει μια ή περισσότερες μπάλες μέσα στο επιτρεπτό χρονικό όριο, την τήρηση του οποίου επιβλέπει ο χρονομέτρης, τότε αυτές ακυρώνονται και τοποθετούνται στο κουτί με τις «νεκρές μπάλες». Σε περίπτωση που μία πλευρά απελευθερώσει μία μπάλα μετά τη λήξη του χρόνου της, ο διαιτητής την ανακαλεί, δηλαδή σταματάει την μπάλα και την απομακρύνει από τον αγωνιστικό χώρο, πριν αυτή παρεμποδίσει το παιχνίδι. Εάν η μπάλα προλάβει και μετακινήσει άλλες μπάλες, ο γύρος διακόπτεται. Σε περίπτωση ανάκλησης, η μπάλα τοποθετείται στο κουτί με τις νεκρές μπάλες και παραμένει εκεί μέχρι το τέλος του γύρου.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, παραβάσεις οι οποίες χρεώνονται με πέναλτι θεωρούνται οι παρακάτω ενέργειες:
Παραβάσεις που χρεώνονται με πέναλτι και ανάκληση της μπάλας θεωρούνται οι παρακάτω ενέργειες:
Παραβάσεις που οδηγούν σε πέναλτι και προειδοποίηση θεωρούνται οι παρακάτω ενέργειες:
Σε απομάκρυνση της μπάλας οδηγεί η:
Ενέργειες που οδηγούν σε προειδοποίηση είναι:
Το πέναλτι είναι δυο επιπλέον ρίψεις στην αντίπαλη πλευρά που εκτελούνται στο τέλος του γύρου χωρίς χρονικά όρια. Για την εκτέλεση χρησιμοποιούνται οι νεκρές μπάλες από το κουτί και, αν δεν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται οι πιο απομακρυσμένες από την μπάλα-στόχο. Εάν μια παράβαση συμβεί κατά τη ρίψη της μπάλας-στόχου, η ρίψη αυτή ακυρώνεται και η μπάλα-στόχος δίνεται στον επόμενο παίκτη που έχει σειρά.
Τέλος, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα απαιτείται από τους θεατές να κάνουν απόλυτη ησυχία, έτσι ώστε ο αγωνιζόμενος να συγκεντρώνει την προσοχή του στην εκτέλεση της ρίψης.
Στους Παραολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας συμμετείχαν οι αθλητές Εμμανουήλ Μούρτος, Γρηγόρης Πολυχρονίδης και οι αθλήτριες Μαρία Τσιλικοπούλου και Αναστασία Χατζηπαναγιωτίδου υπό την καθοδήγηση του προπονητή Γεωργίου Τζίμα.
Στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου ο Γρηγόρης Πολυχρονίδης κατέκτησε το Αργυρό Μετάλλιο στην κατηγορία BC3 και έγινε ο πιο διακέκριμένος Έλληνας αθλητής στο άθήμα του Boccia.